- καλογραμμένος
- -η, -οαυτός που έχει γραφτεί καλά: Διάβασα ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλογραμμένος — η, ο (Μ καλογραμμένος, η, ον) ο καλότυχος, ο καλορίζικος νεοελλ. ο γραμμένος ή ο διατυπωμένος με επιμέλεια και προσοχή («καλογραμμένο κείμενο») … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek